πανάμερος

πανάμερος
πανάμερος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πανήμερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πανάμερος — πανά̱μερος , πανήμερος masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανήμερος — (I) και δωρ. τ. πανάμερος, ον, ουδ. και όν, Α 1. (για τον γύπα τού Προμηθέως) αυτός που κάνει κάτι κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής ημέρας («ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος», Αισχύλ.) 2. (ιδίως το αρσ. στον δωρ. τ.) πανάμερος επίθετο τού Διός 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”